Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥΤΗ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΘΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΜΕ ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΤΗΣ ΧΡΩΜΑ…

 Θα μιλήσει παραβλέποντας    συνήθειες   τόπο    χρόνο

ξαφνικά αποκαλύπτοντας παραχαράκτες   που πλένουν τις ελλείψεις τους   

με παραγράφους    από τη χάση του φεγγαριού

και γεμίζουν κυκλικές συφορές τα βήματά της

 

Μια μέρα  

κάθε σταγόνα της θα ξοδεύει στα φύλλα των βιβλίων

το θάνατό της να πιστοποιεί  

τις σκουριασμένες φλέβες τους    αδειάζοντας μέσα σε υπονόμους

 

Ω!.. Ναι…  Μια μέρα παραχαράκτες   από το ίδιο σας καρφί θα κλεμαστείτε…  

 

Και ποιος θα θρηνήσει πια 

 

Και πριν τελειώσει ο ήχος της σποράς

κι οι στέγες ρουφήξουν τον ήλιο   στο μυριστικό τους ξύλο

σύννεφα κομματιάσανε την ανατολή   και τη γέφυρα στο χωριό Αλόντα  

 

Ετούτο το φθινόπωρο   η πίκρα είναι δυνατή

στο μικρό χωριό με τα νερά του Μάλντερ

 

Οι πέντε γλάροι μου   τρώνε ξερό χρώμα

και λουλούδια που έχουν σαπίσει

Τρώνε σκύβοντας το κεφάλι

και τα παιδιά   σωρός κρύβονται κάτω απ’ τα σύννεφα

λησμονώντας τις κόκκινες ανταύγειες   και του γεφυριού το γυρισμό

 

Κι ο Μάλντερ   που δοκίμασε τα νερά του   σε χιλιάδες μίλια χλόης

γονατίζει κάτω απ’ το γεφύρι   κι επιστρέφει απότομα στα βουνά

δαγκώνοντας την πηγή που αναβλύζει

 

Και ποιος να θρηνήσει πια την ανατολή των νεκρών;

Κανείς δεν θέλει να κοιτάξει προς τα έξω

έτσι που έβαψε ο καιρός   και θρέφει καταιγίδες

 [ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ, εκδόσεις Λιβάνη 2007

Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται παρακάτω και τα ποιήματα:

1.   ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ, Είχε μια διάφανη κίνηση στον ήλιο

2.   ΕΠΙΛΕΚΤΕΣ ΛΕΞΕΙΣ, Πόσο θα ’θελα ο άνεμος που ζει με τον αέρα μας

3.   Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΝ, Όλοι φυτεύαμε δένδρα

4.   ΣΥΜΒΑΝΤΑ, Δικές μου όλες οι βροντές, τους είπα και

5.   ΑΤΙΤΛΟ, Όλοι κοίταζαν το σκοινί… Μα ποιος να το τραβήξει…

 

 


ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ (από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007)

Κι  είχεν η θάλασσα

μια διάφανη κίνηση    στον ήλιο

με τ’ απαράλλαχτο εκείνο χρώμα

από τα χρώματα της γης

 

Κι ο βράχος

που ζυγιαζόταν απάνω της

ολόρθος

σε βάθη κάτασπρα αναλυόταν

 

Είχαν οι δυο τους μια εικόνα…

 

Του ταίριαζε η θάλασσα

γύρω – γύρω

του ταίριαζαν ο ήλιος   

η διαφάνεια   επάνω στα ραγίσματα

 

Στο χρώμα της

 

Ήταν ωραία μέσα στην πρωινή καταχνιά

τα μεγάλα μάτια σου

ν’ ακολουθούν μια θάλασσα   μακριά

και τα χέρια σου   να βουλιάζουνε στο χρώμα της

 

Αυτό το χρώμα, έλεγες

είναι στρογγυλό

για να νιώθεις στα μάτια σου   το θεό

 

Ω!.. Έλα να το κόψεις   μια φορά

τον κύκλο σου που στένεψε    να σπάσεις

 

 

 

ΕΠΙΛΕΚΤΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

Ι

Πόσο θα ’θελα

ο άνεμος που ζει με τον αέρα μας

να ονειρευόταν στο πλακόστρωτο

κομμάτια από εφτά αγγέλους

και αρκετές επίλεκτες λέξεις

στο στόμα μου μέσα

 

Τη σκοτεινή μου γλώσσα να δέσω

ανεστραμμένη

ανάμεσα σε μαχαίρια

και στο φροντισμένο τριγμό    που μ’ οργώνει

 

Πόσο θα ’θελα   να τίναζα όλο τον ψίθυρο

που χιμά και με δαγκώνει

ψηλά τόσο ψηλά να χτυπήσω

χρόνους εφτά

εμένα να χωρέσω

από το βαλς στου μαύρου νου

 

ΙΙ

Στο βάθος της αυλής απ’ το πρωί

άγγιζε το χώμα   

και μετρούσε τα φίδια   ένα-ένα

χωρισμένα κατά πληγές

και κατά βάθος σε πράξεις με οδύνη

 

μάλιστα

τ’ ασπρόμαυρα που λιάζονταν   στις πικροδάφνες

τα μετρούσε με στόμα ανοιχτό

και λιθοβολούσε την τύψη

που φύτεψα η κατηφόρα τους  

στα λόγια

και σπάει την κραυγή

 

Κι η φορεσιά του ανέπαφη

κι ας αρρωστούσε ο τόπος

από παρατημένες τρύπες στ’ αθέατα

κι ας έφτανε το κενό

ίσαμε τη δική του σκέψη

 

έβλεπες άγριο το πνίξιμο

μες στο διχαλωτό τους στόμα

 

ΙΙΙ

Τις μάζευε τις λέξεις

και τις τοποθετούσε στο σώμα του

παράξενα ανθισμένες αποξαρχής

ωστόσο με το φόβο

μήπως εκείνη η λέξη η μικρή

ξοδέψει τη ζωή του

 

Το πρόσωπό του με τόσες αποχρώσεις

κοιτούσε την αόρατη γωνία τους

κατάματα τις κοιτούσε

όχι πως δεν θυμόταν πια   τις αναμνήσεις

καθαρά στο σκοτάδι τους χαμογελούσε

σάμπως να κρατούσε στο χέρι

το σκοτάδι ολόλευκο

 

τις μάζευε τις λέξεις   του βίου

κι ήταν ένα μαντίλι θλίψη

ανάμεσα στο στήθος

κι ήταν σαν φωτιά στα χαρτιά του

κι ήταν ο άνθρωπος   μόνο τρεις λέξεις

 

ΙV

Και περνώντας κλεφτά 

μεσ’ απ’ τη βροχή

το κορμί μιας λέξης

άρπαξα

απ’ τους ανθρώπους και τις πέτρες

 

έτσι

νωπή      βρεγμένη   

την έριξα    στα κεντημένα μου σεντόνια

 

και πέρασε καιρός

και κανείς δεν μπήκε   στο δωμάτιο

το πράσινο κορμί της   ν’ αγκαλιάσει

 

κι εγώ τι ειρωνεία…

 

να συνεχίζω προς το νοτιά

σε κάθε τόπο    κάτω απ’ τη βροχή

και η ελπίδα πίσω ξαπλωμένη…

 

V

Ας παίξουμε με τις λέξεις    είπες

Ας δώσουμε ονόματα

πάνω από τα πράγματα

γύρω και μέσα

 

Ας ζυμώσουμε του κόσμου   τη θέα

Τα δένδρα   τα βουνά   τον άνεμο

το κρύο φεγγάρι

με λίγη κίνηση

 

και η δική μας κόλαση    σε ρώτησα

πώς ονομάζετα   ακριβώς;

 

Φράγμα

Ή πρόφαση Σιωπής;

 [από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007]

 

 

Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΝ (από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007)

Ι

Όλοι φυτεύανε δένδρα.

Με τα δάχτυλα ψηλαφούσανε τη γη

και μοιράζανε χιλιάδες ρίζες

με φύλλα πράσινα   και άσπρους κλώνους

 

Δεν ξέρω αν είχαν και του νερού τη δύναμη

στις ρίζες γαντζωμένη

εμένα με γήτευε

που θρέφανε τη γη με δένδρα κύκλους

με γήτευε π’ έσκαβαν με τα νύχια

άλλες φορές ως το νύχτωμα

 

Στο μεταξύ εσύ

αφουγκραζόσουν ως εκεί που έφταναν τα χέρια τους

κι έσφιγγες στην παλάμη με χτυποκάρδι

κάτι φωτογραφίες κιτρινισμένες

 

Έσφιγγες και τις ρίζες

μέσα στην ίδια την καρδιά τους

γιατί δεν άντεχες τα δένδρα ζωντανά

 

Εσύ    που δεν μπόρεσες να φυτρώσεις

ούτ’ ένα χέρι   στο νερό

 

ΙΙ

Χρόνια έπαιζε με τις λέξεις    μέσα του

οδηγώντας μάλιστα τις πολύ βαριές

απότομα στις προεκτάσεις του

 

Είχε όνειρο

να τις συγκεντρώσει όλες σε μια φράση

καταργώντας έτσι

τις ρωγμές του νου

 

ώσπου ξαφνικά

μια λέξη μικρή

μεταμορφώθηκε σε χάσμα

απ’ τις πτυχές του ανεπάντεχου

 

στην πραγματικότητα

ο ίδιος χτυπημένος

απ’ τις λέξεις

κατέληξε στο χάος    μιας ρωγμής

 

ΙΙΙ

Ενώ το αίμα έβρεχε τα σούρουπα

στην υψηλότερη κορφή της γης

εμείς οι αθόρυβοι της πόλης

σάμπως να νιφτήκαμε δύναμη

από το πέλμα της έντασης

 

άξαφνα αγγίξαμε τις πέτρες των πληγών

κι ανθίσαμε γλώσσες    κομμένων βράχων

και λέξεις τιθασέψαμε

 

λέξεις μ’ άγνωστες καταγραφές

στη γεωμετρία του χρόνου

που ξεγλιστρούσαν απ’ τα χαρτιά

όλες με διπλή σημασία

κι αλλιώτικα τονίζοντας τα σχήματα

τα πράγματα

αλλιώτικα τα ίχνη μας

με τα σημάδια της φθοράς

 

Και σαν λέξεις βρέχαμε

εμάς και τους άλλους

και τις πέτρες

και κάθε καιρό που περίμενε να ειπωθεί

με προφήτεμα διπλό

έτσι

τονίσαμε και την αγάπη

 

Ζωής    Θανάτου

 

ΙV

Το ’θελε να φύγει

κι εγώ επίσης σκεφτόμουν

 

Να με χωρίσω

από τον τόπο της κόλασης

γιατί απόκαμα να χασομεράω

στων ημερών του την τρέλα

 

Το ’θελες να φύγεις

κι εγώ επίσης σου φώναξα

 

Ω!,, Πόσο γρήγορα ακούω

άλλων περιστεριών τον ήχο

 

 

 

ΣΥΜΒΑΝΤΑ

Ι

Δικές μου όλες οι βροντές, τους είπα.

Δική μου και η φωτιά

που καπνίζει σχεδιασμένη από αδάκρυτο βλέμμα.

Να τελειώνουμε,

αφού ο βρομερός σανιδότοιχος

βιδώθηκε για πάντα στην πόρτα του νοτιά

 

Ω τρέμουλα των παντζουριών, μη φοβάστε!

Η μοίρα σας απόξω διπλομετρημένη

όπως κι οι ώρες των αστείων

 

Ανάμεσά μας κοιμήθηκε ο προθάνατος,

το ’νιωσα

από τον όγκο του αέρα.

Αγκάλιασε την πόρτα μας

σε όλες τις αισθήσεις

δεν ακούτε το κραυγαλέο φευγιό

στο αίμα και τις φλέβες της;

 

Ω, ας τελειώνουμε

ας πάψουμε τις πόρτες

στα σχήματα   στα λόγια

ας ανοίξουμε τα παράθυρα

προς ανατολάς

 

Ας περάσουμε τις τελευταίες λέξεις

αυτού του πνεύματος

μία γραμμή πιο πέρα

από τους σανιδότοιχους

 

ΙΙ

Τρέμισαν τα κλαριά απόξω

από σανιδότοιχου του Νότου

κι όλο απόδιωχναν τον αέρα

που μύριζε την κόλαση φωτιάς

 

Έδιναν μια κλοτσιά

και τον ανέβαζαν στον ουρανό

να μη τους φέρνει τις τρύπες της πυρκαγιάς

και φρέσκο – φρέσκο καπνό

 

Τρέμισε κι ο νοτιάς

απ’ τις βαριές εκρήξεις

που ξύπνησαν στ’ αδάκρυτα νερά

και βοήθεια προς τα πού να φωνάξει

αβέβαιη του δίνανε   την προσφορά

 

Όλες, όλες οι λεπτομέρειες

με το ξερό μυαλό τρέμισαν

Ψυχή μου   Φλόγα   Πυρκαγιά

 

ΙΙΙ

Τον ξεγέλασαν οι νοτιάδες   που ’γραψαν

πως δεν έχει σημασία η λεπτομέρεια

στις ασφάλτους

που κατοικούν σκιές πολυκατοικιών

 

Κι αυτός περπατούσε

περπατούσε

να φτάσει στην ταμπέλα   που του’ κρυβε τη ζωή

Τον ξεγελάσανε

 

Τίποτα, τίποτα   στο τέλος να θεραπευτεί

 

το μόνο ουσιαστικό:

αποθανών

επί χρόνια συναπτά πέντε…

από μια λεπτομέρεια…

 

ΙV

Η πόρτα στο βοριά.

Από μέσα ασφαλισμένη με φρέσκες θύμησες

και δέρμα χλωρό

όμοιο με την ύλη του Υπάρχω.

Ψέματα.

 

Άμα μισοστεκόσουν πίσω της

η ύλη της μεταλλασσόταν

στο Είναι   γινόταν αίμα

που έτρεχε στις φλέβες φωτιά

 

έτριζε τάχα στα κόκαλα

και με δυο σάλτους

σου κόλλαγε απότομα στο μέτωπο

το κρίμα του δικού της σανιδότοιχου

 

το ’νιωθες

καθώς σε πλάκωνε μια πάνω

μια αριστερά

 

Έτσι σ’ έσπρωχνε μισοζώνταντο

απέξω   και γέλασε

αληθινά σε ξεγελούσε

φυλαγμένη στο βοριά   του νου.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007]

 

 

ΑΤΙΤΛΟ (από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007)

Όλοι κοίταζαν το σκοινί…   Μα ποιος να το τραβήξει…

 

Χαμήλωναν τα μάτια πάνω στη λίμνη

κι ύστερα άφηναν πάλι την ερημιά

να ιδρώνει τον άμοιρο

που τον πήρε άσχημα ο βυθός στο νερό.

 

Κάποτε, εκείνος ζούσε όμορφα στο χώμα

και μάθαινε τη θρησκεία στα χεράκια των μωρών

τραγουδώντας μ’ ένταση

και τα λόγια του γέμιζαν τις μέρες τζιτζίκια

και τα μικρά πράγματα νόημα.

Μήτε που έβγαινε κατά τους κόλπους

που βούλιαζαν τα δίχτυα με αμαρτίες

πολλές οργιές κάτω απ’ τη λάσπη βούλιαζαν

κι έθαβαν λοξά τον κύκλο τους.

 

Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος

πέθανε ο ταλαίπωρος χθες βράδυ

πάνω στην κοιλιά διχτυού.

 

Και το χειρότερο, τον έσυρε και τον έπνιξε

στο νόημα της η λάσπη

με υπέροχη διαστολή της γέννας του.

 

Κανείς δεν τράβηξε το σκοινί έξω απ’ το θολό βυθό.

Ούτε η γυναίκα η όμορφη που γονάτισε

στο ποτάμι του καιρού

κι έγινε στήθος ν’ ανέβει

 

ΕΙΔΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΦΛΟΓΙΣΜΕΝΑ ΝΑ ΣΕΡΝΟΥΝ ΤΟ ΒΡΑΔΥ…

χωρίς τίποτα πια λευκό μέσα τους.   «Αυτός ο αέρας τρέμει τόσο που περνά μέσα από τα μάτια μου και χιλιάδες έννοιες κρεμνά»    Σε κοίταξα στα χείλη και το τραγούδι σακατεμένο κάτω από τα ψιθυρίσματα    «Κι όμως εκείνοι που ταξιδεύουν μέσα σε πληγές μιλούν για το τραγούδι μου»    Σε κοίταξα κι είδα πολλά φεγγάρια στα βαθιά να θρέφονται στον ίδιο τόπο που γλιστρούν οι ήλιοι  [ποιήματα από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ εκδόσεις Λιβάνη 2007]

Παρασκευή, 23 Ιουλίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ